- σκωριοβάμβακας
- Υλικό ορυκτολογικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση της θερμότητας και του ήχου και αποτελείται από πυριτικές ίνες, προϊόν μηχανικού διαμελισμού σε υψηλή θερμοκρασία. Ο σ. είναι υπόλευκος, απαλός και μοιάζει με το βαμπάκι. Η μέση χημική σύνθεση του είναι: διοξείδιο του πυρίτιου 42% (ελάχιστο 39%), οξείδιο του ασβέστιου 35%, λευκάργιλος (αλλουμίνα) 9% οξείδιο του μαγνήσιου 3,5% οξείδια μετάλλων 8-12%. Το υλικό αυτό αντέχει σε θερμοκρασίες από 400-6000C και δεν αλλοιώνεται από το νερό. Χρησιμοποιείται για μονώσεις σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις (ψυκτικούς θαλάμους και ψυγεία, σωληνώσεις, αποξηραντήρες, λέβητες, δεξαμενές κλπ.) και σε δομικές κατασκευές οροφές, τοίχους, πατώματα κλπ.). Οι πρώτες προσπάθειες για την παραγωγή του ανάγονται στο 1850 και πραγματοποιήθηκαν στην Αγγλία. Αργότερα, το 1887 στη Νέα Υερσέη και το 1898 στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, άρχισε να παράγεται με βιομηχανικά μέσα και χρησιμοποιήθηκε ως μονωτικό σε αστικές κατοικίες. Σήμερα, για την επίτευξη ενός προϊόντος σταθερού και καθορισμένου, με μεγαλύτερη στερεότητα των ινών του, προσθέτουν μεταλλουργικές και χημικές σκωρίες στην βασική πρώτη ύλη, δηλ. σ’ ένα πέτρωμα, γενικά βασαλτικό. Η βιομηχανική μέθοδος παραγωγής του βασίζεται κυρίως στη μείξη και στην τήξη των διάφορων πρώτων υλών και στη μετατροπή τους σε ίνες με μηχανικό διαμελισμό (φυγοκέντρηση). Στον ακατέργαστο σκωριο-βάμβακα που παράγεται με τον τρόπο αυτό, προσθέτουν «εν ψυχρώ» μια κολλώδη ουσία με βάση θερμοσκληρύσιμες ρητίνες. Το υλικό αυτό συμπιέζεται έπειτα και ψήνεται σε φούρνο από τον οποίο βγαίνει ένα είδος υφάσματος, έτοιμου να κοπεί και να συσκευαστεί σε λεπτά φύλλα, άκαμπτα ή σχετικά εύκαμπτα, σε ταινίες κλπ.
Dictionary of Greek. 2013.